μπράβος — ο (Μ μπράβος) 1. μισθωτός σωματοφύλακας στην υπηρεσία πλουσίων και ισχυρών 2. (ως επίθ. αρσ.) γενναίος, θαρραλέος, ανδρείος νεοελλ. πληρωμένος ταραχοποιός που ενεργεί για λογαριασμό άλλου, ιδίως πολιτικού κόμματος ή προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια… … Dictionary of Greek
κεκράκτης — ο (Α κεκράκτης) νεοελλ. θορυβώδης εγκάθετος σε πολιτική συγκέντρωση, μπράβος αρχ. 1. αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς, κράχτης («ἅρπαξ, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνήν ἔχων», Αριστοφ.) 2. κόρακας («κεκρᾱκται κόρακες», σχόλ. στον Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μαγκουροφόρος — ο 1. αυτός που κρατά μαγκούρα, οπλισμένος με μαγκούρα 2. συνεκδ. σωματοφύλακας, μπράβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγκούρα + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
μαντρόσκυλο — το, και μαντρόσκυλος, ο 1. σκυλί που φυλάει τα κοπάδια, τσοπανόσκυλο, ποιμενικός σκύλος 2. (για ανθρώπους) α) αυστηρός φύλακας β) μπράβος … Dictionary of Greek
μπραβοσύνη — η ανδρεία, ικανότητα, επιτηδειότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπράβος + κατάλ. σύνη (πρβλ. καλο σύνη, μεγαλο σύνη)] … Dictionary of Greek
τραμπούκος — ο, θηλ. τραμπούκα και τραμπούκισσα, και ουδ. τραμπούκο, Ν 1. (το αρσ.) α) μπράβος, εξωνημένο και ανήθικο άτομο που απειλεί, εκβιάζει, αυθαιρετεί και τρομοκρατεί υπηρετώντας τους ανέντιμους σκοπούς μιας πολιτικής παράταξης ή ενός πολιτικού β)… … Dictionary of Greek
παλικαράς — ο 1. άνθρωπος τολμηρός, γενναίος. 2. αυτός που κάνει το γενναίο, αλλ. μπράβος, τραμπούκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραμπούκος — ο θηλ. τραμπούκα 1. αυτός που δέχεται τραμπούκο (βλ. λ.), ο κομματάρχης που χρηματίζεται, ο εκλογέας που πουλά την ψήφο του: Οι τραμπούκοι νοθεύουν τις εκλογές. 2. μπράβος πολιτικού, ψευτοπαλικαράς, νταής: Οι τραμπούκοι δείρανε και τα καναν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)